- νοικοκυρεμένος
- ekmeğini kazanan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
νοικοκυρεύομαι — νοικοκυρεύομαι, νοικοκυρεύτηκα, νοικοκυρεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανοικοκύρευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι νοικοκυρεμένος, ο ακατάστατος: Ήτανε γυναίκα ανοικοκύρευτη. 2. ανύπαντρος: Ήταν ακόμη ανοικοκύρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκυρεύω — νοικοκύρεψα, νοικοκυρεύτηκα, νοικοκυρεμένος 1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, του εξασφαλίζω άνετη ζωή: Παντρεύτηκα και νοικοκυρεύτηκα. 2. τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω: Σπίτι νοικοκυρεμένο. 3. μτφ., προκαλώ σε κάποιον ζημιά, βλάβη: Μπήκαν στο σπίτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκύρης — ο πληθ. ηδες και αίοι 1. οικοδεσπότης: Φωνάζει οκλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.). 2. ιδιοκτήτης κτήματος, εκμισθωτής: Ο νοικοκύρης ζητάει το νοίκι. 3. κύριος, υπεύθυνος, αυτεξούσιος: Νοικοκύρης είσαι και κάνε όπως καταλαβαίνεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστρικός, -ή — και ιά, ό 1. καθαρός, νοικοκυρεμένος: Έχει πολλές παστρικές νοικοκυρές το σόι τους. 2. μτφ., τίμιος, αγνός, άψογος: Αυτός κάνει παστρικές δουλειές πάντοτε. 3. (ειρων.), φαύλος, κακοήθης, αχρείος: Είναι παστρικό πιάτο κι αυτός. 4. το θηλ. ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκόβω — πρόκοψα, προκομμένος 1. προοδεύω, εξελίσσομαι, μεγαλώνω: Πρόκοψε στη δουλειά του. 2. είμαι ή γίνομαι εργατικός: Πρόκοψε η ακαμάτρα, όταν είδε την κόμματα (παροιμ.). 3. για ζώα και φυτά, μεγαλώνω, ευδοκιμώ, αποδίδω: Δεν προκόβουν τα αμπέλια στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)